- μπαστάρδεμα
- το [μπασταρδεύω]1. νοθεία2. εκφυλισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκφυλισμός — ο 1. μπαστάρδεμα. 2. διαφθορά, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση: Υπάρχει εκφυλισμός στον υπόκοσμο. 3. ελάττωση της έντασης ενός κακού (αρρώστιας κτλ.): Εκφυλισμός της επανάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)